- λιθοστρώνω
- επιστρώνω κάτι με πέτρες («λιθοστρώνουν τον δρόμο μας»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθοστρώνω — λιθόστρωσα, λιθοστρώθηκα, λιθοστρωμένος, στρώνω με πέτρες (δρόμους, αυλές, πλατείες κτλ.): Με εντολή του νομάρχη λιθοστρώθηκαν όλοι οι δρόμοι του παραδοσιακού οικισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθόστρωμα — το λιθόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Καρασούτσα] … Dictionary of Greek
λιθόστρωση — η η επίστρωση με πέτρες, αλλ. σκυρόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. λιθόστρωσις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek